- χρεωστῇ
- χρεωστέωto be in debtpres subj mp 2nd sgχρεωστέωto be in debtpres ind mp 2nd sgχρεωστέωto be in debtpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρεώστῃ — χρεώστης debtor masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
προεξόφληση — Στις εμπορικές συναλλαγές σημαίνει την έκπτωση ή ελάττωση επί της τιμής που παραχωρείται στον χρεώστη όταν εξοφλεί πριν από τη λήξη ή του χρόνου που καθορίζεται από τις εμπορικές συνθήκες, την οφειλή του και, γενικότερα, κάθε μείωση της τιμής… … Dictionary of Greek
χρεωστία — ἡ, Α [χρεώστης] η κατάσταση τού χρεώστη … Dictionary of Greek
χρεωστικός — ή, ό / χρεωστικός, ή, όν, ΝΜ [χρεώστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»). επίρρ... χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν νεοελλ. με χρέωση μσν. υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα… … Dictionary of Greek
χρεώνω — Ν [χρέος] 1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες») 2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου 3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη 4. μέσ. χρεώνομαι αναλαμβάνω χρέη 5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται,… … Dictionary of Greek
λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… … Dictionary of Greek
χρεωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρεώστη ή στο χρέος: Πήρε μια χρεωστική απόδειξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρεώνω — χρέωσα, χρεώθηκα, χρεωμένος 1. αναγράφω κάποιον χρεώστη, τον χρεώνω με κάτι: Σε χρεώνω με χίλια ευρώ. 2. υποθηκεύω, επιβαρύνω με χρέη: Έχουν χρεώσει το σπίτι τους. 3. παροιμ. «Όποιος όλο χρεώνεται κακό του ξημερώνεται», τα απανωτά χρέη καταλήγουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)